- ἐπίπλευρα
- ἐπίπλευρα, τά,A = τὰ παρὰ τοῖς μαστοῖς ὑπὸ τὰς μασχάλας, Hsch.II. ἐπίπλευρος φέρεται sideways, Sch.Nic.Th.268.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἐπίπλευρα — sideways neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επίπλευρος — ἐπίπλευρος, ον (Α) [πλευρόν] 1. πλάγιος, πλευρικός 2. (κατά τον Ησύχ.) «ἐπίπλευρα τὰ παρὰ τοῑς μαστοῑς ὑπὸ τὰς μασχάλας» … Dictionary of Greek